ἀγαθοειδής
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ές, A like good, seeming good, opp. ἀγαθός, Pl.R.509a, etc. II having the form of good, Plot.1.7.1, al., Jul.Or.4.135a, Procl.Inst.25: Comp., Iamb.Protr.4: Sup., Marin.Procl.27.
German (Pape)
[Seite 6] ές, das Ansehen des Guten habend, dem ἀγαθός entgegengesetzt, Plat. Rep. VI, 569 a. Aber Iambl. u. Sp. gutartig.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοειδής: -ές, ὅμοιος ἀγαθῷ, φαινόμενος ὡς ἀγαθός. Ἐν Πολιτείᾳ Πλάτωνος ϛ΄ 509Α τίθεται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν λέξιν ἀγαθός· «ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν ταῦτα’ ἀμφότερα ὀρθόν, ἀγαθὸν δὲ ἡγεῖσθαι ὁπότερον αὐτῶν οὐκ ὀρθόν», Ἰάμβλ. κτλ. ἐπίρρ. -δῶς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui ressemble au bien;
2 salutaire.
Étymologie: ἀγαθός, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
I 1parecido al bien οὕτω ... ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν ταῦτ' ἀμφότερα (ἐπιστήμην ... καὶ ἀλήθειαν) ὀρθόν así, el considerar parecidas al bien a cualquiera de esas dos (ciencia y verdad) es correcto Pl.R.509a.
2 conforme al bien τὰ ἄλλα ἀγαθοειδῆ ποιοῦσαν Plot.1.7.1, cf. 6.7.22, τῆς τοιαύτης σοφίας ... ἀγαθοειδεστέραν Iambl.Protr.4, τὸ ἀγαθὸν ἀγαθοειδές Dam.in Prm.440, cf. Marin.Procl.27.13
•subst. τὸ ἀ. conformidad al bien Procl.Opusc.1.25.
3 benéfico, beneficioso δύναμις Iul.Or.11.135a.
II adv. -ῶς.
1 de manera aparentemente buena Procl.in Ti.3.314.6.
2 de manera conforme al bien ὁ θεὸς ... γινώσκει ... ὡς πάντων ἑνιαίαν ἔχων τὴν γνῶσιν ... ἀγαθοειδῶς δὲ τῶν κακῶν la divinidad ... conoce según un conocimiento unitario de todas las cosas ... de manera conforme al bien, de los males Procl.Opusc.3.61.
3 benévola o benéficamente ἀ. ἀγγέλλουσα Dion.Ar.CH 9.2, cf. EH 70.18, 88.3.
Greek Monotonic
ἀγαθοειδής: -ές (εἴδομαι), αυτός που μοιάζει με αγαθό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰθοειδής: имеющий (лишь) видимость блага Plat.