ἀκάρπιστος

From LSJ
Revision as of 11:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάρπιστος Medium diacritics: ἀκάρπιστος Low diacritics: ακάρπιστος Capitals: ΑΚΑΡΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akárpistos Transliteration B: akarpistos Transliteration C: akarpistos Beta Code: a)ka/rpistos

English (LSJ)

ον,    A where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, E.Ph.210 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάρπιστος: -ον, = ἀκάρπωτος, = ἔνθα οὐδὲν ὑπάρχει πρὸς θερισμόν, ἄκαρπος περὶ τῆς θαλάσσης, ὡς τὸ ἀτρύγητος, Εὐρ. Φοίν. 210· ἴδε περίρρυτος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: ἀ, καρπίζω.

Spanish (DGE)

-ον estéril πεδία del mar, E.Ph.210.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάρπιστος, -ον) καρπίζω
ο άκαρπος, ο άγονος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καρπίσει ακόμη, που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί
2. ο ανώφελος, εκείνος που δεν προσφέρει τίποτε.

Greek Monotonic

ἀκάρπιστος: -ον (καρπίζω), ο τόπος όπου δεν υπάρχει τίποτα για κοπή, για θερισμό, για δρέψιμο, τόπος άκαρπος· λέγεται για τη θάλασσα, όπως το ἀτρύγητος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάρπιστος: бесплодный (πεδία Eur.).

Middle Liddell

καρπίζω
where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, like ἀτρύγετος, Eur.