Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκρωλένιον

From LSJ
Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωλένιον Medium diacritics: ἀκρωλένιον Low diacritics: ακρωλένιον Capitals: ΑΚΡΩΛΕΝΙΟΝ
Transliteration A: akrōlénion Transliteration B: akrōlenion Transliteration C: akrolenion Beta Code: a)krwle/nion

English (LSJ)

τό,    A elbow of a net, i.e. outer angle of mesh, X.Cyn.2.6, Poll.5.29.

German (Pape)

[Seite 85] τό, Spitze des Ellnbogens, Poll. 2, 140. Bei Xen. Equ. 2, 7 bedeutet es Netzessaum u. ist wohl in ἀκρολίνιον zu ändern, obwohl Poll. 5, 29 es auch ἄρκυος μέρος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωλένιον: τό, τὸ ἄκρον τοῦ ὤμου, ἡ ἀπόφυσις, ἀκρωμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἐπὶ ἵππου, αἱ ὠμοπλάται, Ξεν. Ἱπ. 1. 11· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 19· οὕτως ἀκρώμιον, το, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 5, 4· πρβλ. Greenhill, Θεόφιλ. 176, 13.

Spanish (DGE)

-ου, τό
borde o ángulo de la red X.Cyn.2.6, 6.9, Poll.5.29, Them.Or.23.297a.

Greek Monolingual

ἀκρωλένιον, το (Α)
1. το άκρο της ωλένης, ο αγκώνας
2. η άκρη ή εξωτερική γωνία του κυνηγετικού διχτύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + ὠλένη.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρωλένιον: τό досл. локтевой сгиб, перен. край сети (Xen. - v. l. ἀκρολίνιον).