ἀκτημοσύνη

From LSJ
Revision as of 11:42, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτημοσύνη Medium diacritics: ἀκτημοσύνη Low diacritics: ακτημοσύνη Capitals: ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: aktēmosýnē Transliteration B: aktēmosynē Transliteration C: aktimosyni Beta Code: a)kthmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,    A poverty, Crates Theb. ap. Epiph.Haer.3.2, Poll.3.111, 6.197.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
renuncia a la propiedad, pobreza Crates Theb.Socr.Rel.16, Poll.3.111, 6.197
esp. de crist. ref. a la pobreza evangélica, Nil.M.79.968C, como virtud de la vida ascética, Basil.M.32.293A, Pall.H.Laus.37.1, considerada como una riqueza, Gr.Naz.M.36.244C.

Greek Monolingual

η (Α ἀκτημοσύνη) ἀκτήμων
έλλειψη κτηματικής περιουσίας, ανέχεια, φτώχεια
μσν.
1. κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη
2. η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό του μοναχικού βίου.