ἀμεμφής
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ές, mostly in pass. sense, A = ἄμεμπτος 1, IG12(3).1075 (Melos), Pi.O.6.46, A.Pers.168, Supp.581; in epitaph, Εὔκλειαν ἀ. Ἀρχ. Ἐφ. 1910.66 (Piraeus):—poet. and late Prose, Plu.Cim.2, Jul. Or.2.99a. II Act., = ἄμεμπτος 11, Plu.2.610e; ἀ. τῶν ἀμελειῶν Id.Aem.3. Adv. -φῶς, Ion. -φέως Orph.H.43.11.
German (Pape)
[Seite 121] ές, dasselbe, παῖς Aesch. Suppl. 576; πλοῦτος Pers. 164; Pind. ἰὸς μελισσᾶν Ol. 6, 46; Sp. D.; Plut. Cim. 2, der es auch act. braucht, τινός, Aemil. P. 3. Bei Hom. Iliad. 12, 435 v. l. ἀμεμφέα μισθόν, s. Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεμφής: -ές, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ παθητ. σημασ. = ἄμεμπτος Ι. Παλ. Ἐπιγρ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3 (σ. 9), Πινδ. Ο. 6. 78, Αἰσχύλ. Πέρσ. 168, Ἱκ. 581: πρβλ. ἀμόμφητος: ― ποιητ. τύπος ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγ. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. ἐνεργ. = ἄμεμπτος ΙΙ, Πλούτ. 2, 610Ε· ἀμ. τῶν ἀμελειῶν ὁ αὐτ. Αἰμύλ. 3. ― Ἐπίρρ.: -φῶς, Ἰων. -φέως, Ὀρφ. Ὕμν. 42. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 irréprochable;
2 qui ne fait pas de reproche de, gén..
Étymologie: ἀ, μέμφομαι.
English (Slater)
ᾰμεμφής
1 blameless δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. honey (O. 6.46)
Spanish (DGE)
-ές
I 1de cosas y abstr. irreprochable, intachable, magnífico Φιλότητος ἀμεμφέος ἄμβροτος ὁρμή Emp.B 35.13, ἀ. ἰῷ μελισσᾶν Pi.O.6.46, πλόκος B.17.114, πλοῦτος A.Pers.168, Isyll.23, δέξαι τόδ' ἀμ[ε] νπhὲς ἄγαλμα IG 12(3).1075 (Melos V a.C.), δῆρις A.R.4.1767, τροφή Lyc.573, εὔκλεια Ἀρχ.Ἐφ. 1910.66 (Pireo), βίος Plu.Cim.2, ἔργον Plu.2.439b, ἀρχή Iul.Or.3.99a, βότρυς Nonn.D.24.229
•tb. de pers. γείνατο παῖδ' ἀμεμφῆ A.Supp.581.
2 que no reprocha, que no se queja εἰ τὸ θεῖον εὔκολόν τις ἡγεῖται καὶ ἀμεμφὲς εἶναι τῶν ἀμελειῶν si se considera que la divinidad es contentadiza y que no reprocha los actos de negligencia Plu.Aem.3, τὸ πρὸς τὴν τύχην ἵλεων καὶ ἀμεμφές una actitud propicia y que no se queja de la suerte Plu.2.610e.
II adv. -ῶς, jón. -έως irreprochable, magníficamente οὐ γὰρ ἀμεμφέως τῶν πᾶν ἐξέστηκεν Emp.B 35.9, εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς Orph.H.43.11, ταῖς ἄλλαις ὑπηρεσίαις ἀμεμφῶς ὑπ' ἐμοῦ πεπραγμέναις MAMA 8.413 a 17 (Afrodisias).
Greek Monolingual
ἀμεμφής, -ές (Α)
ο άμεμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μεμφὴς < μέμφομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεμφία.
Greek Monotonic
ἀμεμφής: -ές = ἄμεμπτος I, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ. ἄμεμπτος II, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεμφής: Aesch., Pind., Plut. = ἄμεμπτος 1 и 2.
English (Woodhouse)
(see also: ἄμεμπτος) irreproachable, free from reproach