ἀνασκαλεύω

From LSJ
Revision as of 13:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασκᾰλεύω Medium diacritics: ἀνασκαλεύω Low diacritics: ανασκαλεύω Capitals: ΑΝΑΣΚΑΛΕΥΩ
Transliteration A: anaskaleúō Transliteration B: anaskaleuō Transliteration C: anaskaleyo Beta Code: a)naskaleu/w

English (LSJ)

   A scrape up, Hsch., Zen.1.27:—Med., clean out the ears, Pl.Com.148.    II metaph., ransack, τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Par.1.186.

German (Pape)

[Seite 207] aufscharren, hervorsuchen, ausforschen. Sp., B. A. 392 ἀνακινέω, ἀναλογίζομαι. Bei Poll. 2, 83 in Plat. com. von Mein. für ἀνασκἀλλεται hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκᾰλεύω: ἐκ νέου σκαλίζω, «ἀνασκαλεύοντες, ἀνακινοῦντες ἢ ἐρευνῶντες» Ἡσύχ., Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 27. ΙΙ. ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, Εὐστ. Πονημ. 268. 20, κτλ.: - πρβλ. ἑπόμ.

Spanish (DGE)

(ἀνασκᾰλεύω) I rascar, raspar Hsch., αἲξ τοῖς ποσίν Zen.1.27
fig. ἀνασκαλούσης τῆς χάριτος ἐν ἐμοὶ τοὺς γνώσεως ἄνθρακας Nil.M.79.96D
v. med. restregarse las orejas, Pl.Com.64B.
II usos fig.
1 agitar, excitar ἀνασκαλεύσαντι τῷ πνεύματι τὸν λογισμόν Eus.Nic.Ep.Paulin.p.15, τῶν προτέρων ἁμαρτημάτων τὴν μνήμην Mac.Aeg.M.34.964C.
2 arrasar τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.4.186.
3 descubrir, desvelar ἀνασκαλεύειν ἐπιστημόνως τὸ ἐν ἀρχῇ παραδεχθὲν εἰς ὄνησιν Cyr.Al.M.74.169A.

Greek Monolingual

1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω
2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω
3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ.