ἀνθρωποφάγος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A man-eating, Antiph.68.12, Arist.HA501b1, Heraclit.Incred.31:—esp. of cannibal tribes, Str.4.5.4, etc.
German (Pape)
[Seite 235] Menschen fressend, Arist. H. A. 2, 1; aber ἀνθρωπόφαγος, von Menschen gegessen, Antiphan. Ath. VII, 313 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ἀνθρώπους, τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς Ἀντιφάν. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 12, κατόπιν ὅμως φαίνεται δίδων ἀντίθετον σημασίαν εἰς τὴν λέξιν· τί φής, ὦ φίλτατε, ἀνθρωποφάγους; πῶς; - ὧν γ’ ἂν ἄνθρωπος φάγοι, δῆλον ὅτι αὐτόθι, - Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 53: - ἰδίως ἐπὶ φυλῶν ἀνθρωποφάγων, Στράβ. 201, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
anthropophage.
Étymologie: ἄνθρωπος, φαγεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 antropófago de anim., Antiph.68.12, Arist.HA 501b1, Heraclit.Par.31, de hombres, Str.4.5.4, Luc.DDeor.16.
2 como n. pr. en plu. Ἀνθρωπόφαγοι Antropófagos pueblo de la Sérica que habitaba al norte de los montes Sayan, Ptol.Geog.6.16.4, Isig.15, Mela 2.1, Plin.HN 4.88.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀνθρωποφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με ανθρώπινη σάρκα
2. ο κανίβαλος
νεοελλ.
μτφ.
1. απάνθρωπος, σκληρός
2. πλεονέκτης, εκμεταλλευτής.
Greek Monotonic
ἀνθρωποφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει ανθρώπους, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωποφάγος: питающийся человеческим мясом (θηρίον Arst.).