ἀντιπροκαλέομαι

From LSJ
Revision as of 14:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπροκᾰλέομαι Medium diacritics: ἀντιπροκαλέομαι Low diacritics: αντιπροκαλέομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΡΟΚΑΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antiprokaléomai Transliteration B: antiprokaleomai Transliteration C: antiprokaleomai Beta Code: a)ntiprokale/omai

English (LSJ)

Med.,    A retort a legal challenge (πρόκλησις), D.37.43; challenge in turn, c. acc. et inf., D.H. 15.8.

German (Pape)

[Seite 259] (s. καλέω), dagegen einen Vorschlag, Bedingungen machen, Dem. 37, 43; D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπροκᾰλέομαι: μέσ., ἀντιτάσσω πρόκλησιν κατὰ προκλήσεως, ἠναγκαζόμην, παρ’ ἃ ἠγούμην δίκαι’ εἶναι, ἀντιπροκαλεῖσθαι Δημ. 979. 9: προκαλοῦμαι τὸν προκαλεσάμενον, ἀντιπροκαλούμεθα ὑμᾶς... ἐκχωρεῖν Φρεγέλης Διον. Ἁλ. τ. 4. σ. 2325 Reisk: - Ἐντεῦθεν ἀντιπρόκλησις, εως, ἡ, «ἀντιπροκλήσεις, ἀντιλογίαι, ἀντεγκλήματα» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
stipuler en retour ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, προκαλέομαι.

Spanish (DGE)

1 presentar a su vez una denuncia ante los tribunales ὅτι δ' οὖν ἠναγκαζόμην ... ἀντιπροκαλεῖσθαι D.37.43.
2 exigir a su vez c. ac. e inf. ἀντιπροκαλούμεθά τε ὑμᾶς ... ἐκχωρεῖν Φρεγέλλης D.H.15.8.

Greek Monotonic

ἀντιπροκᾰλέομαι: μέλ. -έσομαι, Μέσ., αντιτάσσω νόμιμη πρόκληση (πρόκλησις), σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπροκᾰλέομαι: противопоставлять или предлагать свои условия, выступать со своим предложением Dem.

Middle Liddell


Mid. to retort a legal challenge (πρόκλησις), Dem.