ἀπογυμνάζω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A bring into hard exercise, ἀ. στόμα ply one's tongue hard, A.Th.441; αὑτούς Arist.HA624a25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογυμνάζω: μέλλ. -άσω, ἐκγυμνάζω καλῶς, ἐξασκῶ, ἀπογ. στόμα, γυμνάζω τὴν γλῶσσάν μου ἰσχυρῶς, Αἰσχύλ. Θ. 441· αὐτοὺς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 12.
French (Bailly abrégé)
exercer.
Étymologie: ἀπό, γυμνάζω.
Spanish (DGE)
ejercitar, entrenar στόμα A.Th.441, αὑτούς Arist.HA 624a25, ἑαυτοὺς ἐς τὰς μάχας Philostr.Im.2.6.
Greek Monolingual
ἀπογυμνάζω (Α)
εκγυμνάζω, εξασκώ.
Greek Monotonic
ἀπογυμνάζω: μέλ. -άσω, υποβάλλω σε σκληρή εξάσκηση, καταπονώ, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογυμνάζω: упражнять, развивать (αὐτούς Arst.): ἀ. στόμα Aesch. давать волю языку.