ἀποχρήματος

From LSJ
Revision as of 15:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχρήμᾰτος Medium diacritics: ἀποχρήματος Low diacritics: αποχρήματος Capitals: ΑΠΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: apochrḗmatos Transliteration B: apochrēmatos Transliteration C: apochrimatos Beta Code: a)poxrh/matos

English (LSJ)

ζημία ἀ. forfeiture    A of my inheritance, A.Ch.275.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.

Spanish (DGE)

(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.

Greek Monolingual

ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.

Greek Monotonic

ἀποχρήματος: -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχρήματος: разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.).

Middle Liddell

= ἀχρήματος
ζημία ἀποχρ. a penalty but not of money, Aesch.