ἀσιτέω
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A abstain from food, fast, E.Hipp.277, Pl.Smp.220a; ἀ. ἡμέρας δύο Arist.HA594b20. 2 have no appetite, Hp.Aph.2.32.
German (Pape)
[Seite 370] nicht essen, fasten, Eur. Hipp. 277; Plat. Conv. 220 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσῑτέω: διατελῶ ἄνευ τροφῆς, ἀπέχομαι τροφῆς, νηστεύω, Εὐρ. Ἱππ. 277, Πλάτ. Συμπ. 220Α· ἀσ. ἡμέρας δύο Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 5, 5. 2) δὲν ἔχω ὄρεξιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἠσίτησα;
jeûner.
Étymologie: ἄσιτος.
Spanish (DGE)
1 estar sin comer, ayunar E.Hipp.277, Pl.Smp.220a, X.Lac.2.5, Arist.HA 594b20, LXX 1Ma.3.17, Es.4.16, D.Chr.4.38, Gal.10.538, Plu.2.237e, PLond.144.4 (I d.C.), Polyaen.1.46, Cyr.Al.M.71.629A.
2 no tener apetito Hp.Aph.2.32, Orib.Inc.22.25, en v. med., Hp.Epid.5.18.
Greek Monotonic
ἀσῑτέω: μέλ. -ήσω, απέχω από το φαγητό, νηστεύω, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσῑτέω: не есть, воздерживаться от пищи, голодать Eur., Plat., Arst., Plut.