ἐμποδιστής

From LSJ
Revision as of 18:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδιστής Medium diacritics: ἐμποδιστής Low diacritics: εμποδιστής Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΤΗΣ
Transliteration A: empodistḗs Transliteration B: empodistēs Transliteration C: empodistis Beta Code: e)mpodisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A hinderer, J. AJ17.10.3.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, der Verhinderer, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδιστής: -οῦ, ὁ ἐμποδίζων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 10, 3.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
que impide u obstaculiza μὴ ἐμποδισταῖς εἶναι τοῦ ἀποληψομένου ... αὐτοῖς ἐλευθερίαν que no fueran un obstáculo para recobrar la libertad I.AI 17.267, ὁ δὲ ἐ. τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας θεός Pall.H.Laus.38.8, cf. Chrys.M.61.757.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμποδιστής)
αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, ἐμποδιστής ἐγένου», Διγ. Ακρ.)
νεοελλ.
(αθλητ.) ο αθλητής που ασχολείται ειδικά με το άθλημα δρόμος μετ' εμποδίων.