ἐνάερος

From LSJ
Revision as of 18:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάερος Medium diacritics: ἐνάερος Low diacritics: ενάερος Capitals: ΕΝΑΕΡΟΣ
Transliteration A: enáeros Transliteration B: enaeros Transliteration C: enaeros Beta Code: e)na/eros

English (LSJ)

[ᾱ], ον,    A tinted like the air, Χρῶμα Plu.2.915c.

German (Pape)

[Seite 825] lustig, luftfarbig, χρῶμα Plut. Qu. n. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάερος: ᾱ, ον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀέρος, μὴ διακρινόμενος, μὴ φαινόμενος, ἐνάερον γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ Πλούτ. 2. 915C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ressemble à l’air, transparent comme l’air.
Étymologie: ἐν, ἀήρ.

Spanish (DGE)

-ον
1 propio del aire ἐ. γὰρ τὸ τοῦ λίνου χρῶμα καὶ ἀπατηλὸν ἐν θαλάττῃ el color de las redes es el del aire y resulta engañoso en el mar para los peces, Plu.2.915c, cf. 966f.
2 aéreo νεοττιά por encontrarse en la copa de los árboles, Porph.ad Il.33.17.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάερος, -ον)
εναέριος
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, που δεν διακρίνεται.
επίρρ...
ενάερα και ανάερα
εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάερος: (ᾱ) цвета воздуха, воздушный (χρῶμα Plut.).