ἐξόμιλος

From LSJ
Revision as of 18:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόμῑλος Medium diacritics: ἐξόμιλος Low diacritics: εξόμιλος Capitals: ΕΞΟΜΙΛΟΣ
Transliteration A: exómilos Transliteration B: exomilos Transliteration C: eksomilos Beta Code: e)co/milos

English (LSJ)

ον,    A out of one's society, alien, S.Tr.964 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 886] außer Verkehr, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε ἡ βάσις Soph. Trach. 960, fern von den Anderen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόμιλος: -ον, ὁ ἔξω ὁμίλου τινός, ἀλλότριος, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε τις βάσις Σοφ. Τρ. 964.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans relations avec personne, étranger.
Étymologie: ἐξ, ὅμιλος.

Greek Monolingual

ἐξόμιλος, -ον (Α) όμιλος
αυτός που βρίσκεται μακριά από τον όμιλο, από τη συγκεντρωμένη ομάδα.

Greek Monotonic

ἐξόμῑλος: -ον, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κύκλο του, ξένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόμῑλος: чужой, чуждый, необычный: ξένων ἐ. βάσις Soph. незнакомая поступь чужих людей.

Middle Liddell

ἐξ-όμῑλος, ον
out of one's own society, alien, Soph.