ἐπίσυρμα

From LSJ
Revision as of 18:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσυρμα Medium diacritics: ἐπίσυρμα Low diacritics: επίσυρμα Capitals: ΕΠΙΣΥΡΜΑ
Transliteration A: epísyrma Transliteration B: episyrma Transliteration C: episyrma Beta Code: e)pi/surma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐπισύρω)    A anything trailed after one : trail of a snake, Hp.Ep.15 ; trail or track made by dragging a thing, X.Cyn. 9.18.

German (Pape)

[Seite 987] τό, das Nachgeschleppte, die Schleppe, der Schweif, Hippocr. – Bei Xen. Cyn. 9, 18, sind ἐπισύρματα τοῦ ξύλου die Spuren des geschleppten Körpers.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσυρμα: τό, πᾶν ὅ,τι σύρεται κατόπιν τινός, ἡ οὐρὰ ὄφεως, Ἱππ. Ἐπ. 1277· ἡ γραμμὴ ἢ τὸ ἴχνος ὅπερ γίνεται ὅταν τις σύρῃ τι κατὰ γῆς, Ξεν. Κυν. 9, 18.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sillon que laisse après soi une chose qui balaie le sol.
Étymologie: ἐπισύρω.

Greek Monolingual

ἐπίσυρμα, τὸ (Α) επισύρω
1. οτιδήποτε σέρνεται πάνω σε κάτι
2. σημάδι που αφήνει σώμα που σέρνεται πάνω σε κάτι («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῑς ἔργοις», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπίσυρμα: -ατος, τό, καθετί που σύρεται, ουρά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσυρμα: ατος τό борозда, тянущийся по земле след (τοῦ ξύλου Xen.).

Middle Liddell

ἐπίσυρμα, ατος, τό,
the trail or track made by dragging a thing, Xen. [from ἐπισύ¯ρω]