ἐπιμεμφής
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ές, A = ἐπίμομφος 11, Nic.Fr.74.15, AP6.260 (Gem.), Sext.Sent.610.
German (Pape)
[Seite 962] ές, dasselbe; Nic. frg. 2, 15; Gemin. 2 (VI, 260).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμεμφής: -ές, ἐπίμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, οὐδ’ αὐτή Λεύκοφρυν ἀγασσαμένη ἐπιμεμφὴς Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683C· οὐκ επιμεμφὲς δῶρον Ἀνθ, ΙΙ. 260.
Greek Monolingual
ἐπιμεμφής, -ές (Α)
επίμεμπτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμεμφής: достойный порицания: οὐκ ἐπιμεμφὲς δῶρον Anth. благодатный дар.