ἐπιπληκτικός

From LSJ
Revision as of 20:04, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπληκτικός Medium diacritics: ἐπιπληκτικός Low diacritics: επιπληκτικός Capitals: ΕΠΙΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epiplēktikós Transliteration B: epiplēktikos Transliteration C: epipliktikos Beta Code: e)piplhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A given to rebuking, D.L.4.63. Adv. -κῶς D.S. 17.114, Sch.E.Med.967.

German (Pape)

[Seite 970] ή, όν, zum Strafen, Tadeln geneigt; Schol. Soph. Tr. 446; D. L. 4, 63; Clem. Al.; adv., D. Sic. 17, 114.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπληκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπιπλήττῃ, δεινῶς τε ἦν ἐπιπληκτικὸς Διογ. Λ. 4. 63, Κλήμ. Ἀλ. 144. - Ἐπίρρ. -κῶς, γράψαι πρὸς αὐτὴν ἐπιπληκτικῶς Διόδ. 17. 114.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιπληκτικός, -ή, -όν) επιπλήσσω
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται για επίπληξη, που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό έγγραφο»)
αρχ.
αυτός που του αρέσουν ή που είναι κατάλληλος για επικρίσεις, ο φιλόνικος.
επίρρ...
επιπληκτικώς και -ά
με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με λόγια που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπληκτικός: склонный к порицанию, придирчивый Diog. L.