ἐπορθρεύω

From LSJ
Revision as of 21:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπορθρεύω Medium diacritics: ἐπορθρεύω Low diacritics: επορθρεύω Capitals: ΕΠΟΡΘΡΕΥΩ
Transliteration A: eporthreúō Transliteration B: eporthreuō Transliteration C: eporthreyo Beta Code: e)porqreu/w

English (LSJ)

   A rise early, Hsch., EM368.1:—Med., D.Chr.12.3, Luc. Gall.1, Poll.1.71.

German (Pape)

[Seite 1009] Etwas am frühen Morgen thun, früh aufstehen u. dgl., Luc. Somn. 1, v. l.; VLL.; auch im med., Dio Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπορθρεύω: ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω πρωὶ πρωὶ εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω).

French (Bailly abrégé)

d’ord. au Moy. ἐπορθρεύομαι.

Greek Monolingual

ἐπορθρεύω (Α)
σηκώνομαι πολύ πρωί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθρεύω «ξυπνώ πριν την αυγή» (< όρθρος «αυγή»)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπορθρεύω:
1) Eur. v. l. = ἐπορθοβοάω;
2) med. вставать на рассвете, подниматься на заре (Luc. - v. l. ὀρθρεύομαι).