ἱεροψάλτης
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ου, ὁ, A singer in the temple, LXX 1 Es.1.15, al., OGI737.16 (Egypt, ii B.C.), Antioch. ap. J.AJ12.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροψάλτης: -ου, ὁ, ὁ ἱερὸς ψαλμῳδός, ἱεροψάλτης Δαβίδ Βασίλ. τόμ. 2. σ. 72, Ἰώσηπος ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 3, 3. 2) ὁ ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Χριστ. ψάλλων, ὁ ἱεροψάλτης μοναχὸς Εὐσταθ. Πονημάτ. 323, 94.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱεροψάλτης)
αυτός που ψάλλει τους ιερούς ύμνους στον ναό, ο ψάλτης της εκκλησίας
μσν.-αρχ.
ο ιερός ψαλμωδός («ἱεροψάλτης Δαβίδ», Βασ.)
αρχ.
εκκλησιαστικό αξίωμα που καθιερώθηκε από τον 4ο μ. Χ. αιώνα και δινόταν με χειροθεσία σε ορισμένους χριστιανούς οι οποίοι έψαλλαν τους εκκλησιαστικούς ύμνους σε όλες τις ιερές ακολουθίες.