ὀδακτάζω

From LSJ
Revision as of 23:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδακτάζω Medium diacritics: ὀδακτάζω Low diacritics: οδακτάζω Capitals: ΟΔΑΚΤΑΖΩ
Transliteration A: odaktázō Transliteration B: odaktazō Transliteration C: odaktazo Beta Code: o)dakta/zw

English (LSJ)

   A bite, gnaw, Call.Del.322, A.R.4.1608 : ὀδακτίζω, D.H. 14.10 ; cf. ὀδάξω.

German (Pape)

[Seite 291] poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).

Greek (Liddell-Scott)

ὀδακτάζω: δάκνω, δαγκάνω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. ὀδάξω.

Greek Monolingual

ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)
δαγκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε -τίζω (πρβλ. λακ-τίζω)
βλ. και λ. οδάξ].

Russian (Dvoretsky)

ὀδακτάζω: Anth. = ὀδάξω.