ὀλιγήριος

From LSJ
Revision as of 00:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγήριος Medium diacritics: ὀλιγήριος Low diacritics: ολιγήριος Capitals: ΟΛΙΓΗΡΙΟΣ
Transliteration A: oligḗrios Transliteration B: oligērios Transliteration C: oligirios Beta Code: o)ligh/rios

English (LSJ)

ον, = foreg., ὀ. σῆμα a    A small tombstone, AP7.656 (Leon.) : or perh. compd. of ὀλίγος, ἠρίον.

German (Pape)

[Seite 320] = ὀλίγος; σῆμα, ein kleines Grabmal, Leon. Tar. 83 (VII, 656), wo nicht an eine Zusammensetzung mit ἠρίον zu denken ist.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγήριος: -ον, = ὀλίγος, ὀλ. σῆμα, μικρὸς τάφος, μικρὰ πλὰξ τάφου, Ἀνθ. Π. 7. 656· - ἔνθα ἕταιροι ἐκλαμβάνουσι τὸ ὀλιγήριον ὡς οὐσιαστ. σύνθετον ἐκ τοῦ ὀλίγος, ἠρίον· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 281.

Greek Monolingual

ὀλιγήριος, -ον (Α) ολιγήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ως επίθ. στη λ. σῆμα «τάφος» και γι' αυτό θεωρείται σύνθ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἠρίον «τάφος, τύμβος»].

Greek Monotonic

ὀλῐγήριος: -ον, = ὀλίγος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγήριος: небольшой, маленький (σῆμα Anth.).

Middle Liddell

ὀλῐγήριος, ον, = ὀλίγος, Anth.]