ὀρειάς

From LSJ
Revision as of 07:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειάς Medium diacritics: ὀρειάς Low diacritics: ορειάς Capitals: ΟΡΕΙΑΣ
Transliteration A: oreiás Transliteration B: oreias Transliteration C: oreias Beta Code: o)reia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ὄρος) pecul. fem. of ὄρειος,    A of or belonging to mountains, πέτρα ὀ. mountain crag, ib.219.5 (Antip.), cf. Arch.Pap.1.219 (Ptol.).    II Oread, mountain-nymph, Bion 1.19, Nonn.D.6.259,19.331.

German (Pape)

[Seite 371] άδος, ἡ, bes. fem. zu ὄρειος, zum Berge gehörig, πέτρη, Antp. Sid. 27 (VI, 219). Gew. mit und ohne Νύμφαι, αἱ Ὀρειάδες, die Bergnymphen, Oreaden.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ὄρειος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ὄρη, πέτρα ὀρ., ὀρεινὴ πέτρα, βράχος τοῦ βουνοῦ Ἀνθ. Π. 6. 219· ἔρημος ὀρ. Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 54 ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., Νύμφη τῶν ὀρέων ἢ τοῦ ὄρους, Βίων 1. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 997.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de montagne ; αἱ Ὀρειάδες, les Oréiades, nymphes des montagnes.
Étymologie: ὄρος.

Greek Monolingual

η (Α ὀρειάς, -άδος)
(στον πληθ. ως κύριο όν.) Ορειάδες
νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν
αρχ.
ως επίθ. αυτή που ανήκει στα όρη («πέτρα ὀρειάς» — βράχος του βουνού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρειος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη» + κάταλ. -άς, -άδος (πρβλ. ποντι-άς)].

Greek Monotonic

ὀρειάς: -άδος, ἡ (ὄρος),
I. αυτή που προέρχεται από ή ανήκει στα βουνά, πέτρα ὀρειάς, απόκρημνος βράχος σε βουνό, σε Ανθ.
II. ως ουσ., η Ορεάδα, νύμφη των βουνών, σε Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειάς: άδος adj. f горная (πέτρα Anth.).

Middle Liddell

ὀρειάς, άδος, ὄρος
I. of or belonging to mountains, πέτρα ὀρ. a mountain crag, Anth.
II. as Subst. an Oread, mountain-nymph, Bion.