ὁμοιοκατάληκτος

From LSJ
Revision as of 07:40, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοκατάληκτος Medium diacritics: ὁμοιοκατάληκτος Low diacritics: ομοιοκατάληκτος Capitals: ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: homoiokatálēktos Transliteration B: homoiokatalēktos Transliteration C: omoiokataliktos Beta Code: o(moiokata/lhktos

English (LSJ)

ον,    A ending alike, ib.50.25, al.

German (Pape)

[Seite 335] von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοκατάληκτος: -ον, ὁ ὁμοίως καταλήγων, τὴν αὐτὴν κατάληξιν ἔχων, ἐπὶ στίχων, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 96C· ῥῆμ.: ὁμοιοκαταληκτέω, αὐτόθι 115Α· οὐσιαστ. ὁμοιοκαταληξία, Εὐστ. 1399. 55· καὶ -ληξις, εως, ἡ, Σχολ. εἰς Ὀδ. Η. 115· ― ὡσαύτως, ὁμοιοκαταληκτώδης, ες, Βίος Ἰσοκρ. ἐν τοῖς Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 13. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de même terminaison.
Étymologie: ὅμοιος, καταλήγω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοιοκατάληκτος, -ον)
(για στίχους) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + καταλήγω (πρβλ. μακρο-κατάληκτος)].

Greek Monotonic

ὁμοιοκατάληκτος: -ον, αυτός που έχει ομοιοκαταληξία, ρίμα, λέγεται για στίχους.

Middle Liddell

ὁμοιο-κατάληκτος, ον,
ending alike, rhyming, of verses.