ῥωρός
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ά, όν, (ῥώννυμι) A strong, mighty, Hsch.; cf. ῤάρος.
German (Pape)
[Seite 855] stark, mächtig, nur bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωρός: -ά, -όν, (ῥώννυμι)· «σφοδρὸς καὶ τὰ κάρτα...» Ἡσύχ. πρβλ. ῥάρος.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) ρωμαλέος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω- του ῥώννυμι + επίθημα -ρός (πρβλ. και το σύνθ. ποδό-ρωρος)].