διφρηλάτης
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A charioteer, Pi.P.9.81, A.Eu.156 (lyr.), S.El.753, E.IA216 (lyr.), etc.—Poet. and later Prose, Luc.DDeor. 25.1.
German (Pape)
[Seite 645] ὁ, Wagenlenker; Pind. I. 1, 17; Aesch. Eum. 151; Soph. El. 743; Eur. I. A. 216. Auch Luc. D. D. 25, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διφρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἅρμα, ἁρματηλάτης, Πίνδ. Π. 9. 143, Αἰσχύλ. Εὐμ. 156, Σοφ. Ἡλ. 753, κτλ. Μόνον ποιητ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: δίφρος, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -ας Pi.P.9.81a, Mesom.5.17
• Prosodia: [-ᾰ-]
auriga Pi.l.c., I.1.17, A.Eu.156, S.El.753, E.IA 216, Luc.DDeor.24.1, AP 16.387
•fem., epít. de Isis, Mesom.l.c.
Greek Monolingual
ο (Α διφρηλάτης
θηλ. διφρελάτειρα, η)
αυτός που οδηγεί άρμα, αρματηλάτης.
Greek Monotonic
διφρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί άρμα, αρματηλάτης, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
διφρηλάτης: дор. διφρηλάτας, ου (λᾰ) ὁ Pind., Aesch., Eur. = διφρευτής.
Middle Liddell
n n ἐλαύνω
a charioteer, Trag.