τροχηλάτης

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχηλάτης Medium diacritics: τροχηλάτης Low diacritics: τροχηλάτης Capitals: ΤΡΟΧΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: trochēlátēs Transliteration B: trochēlatēs Transliteration C: trochilatis Beta Code: troxhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω)    A charioteer, formed like ἱππηλάτης, S.OT806, E.Ph.39.    2 τροχηλάτης ἵππος = currilis equus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διευθύνων τροχούς, δηλ. ἁρματηλάτης, ἡνίοχος, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἱππηλάτης, Σοφ. Ο. Τ. 806, Εὐρ. Φοίν. 39.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αρματηλάτης, ηνίοχος
2. φρ. «τροχηλάτης ἵππος» — άλογο κατάλληλο για αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ-ηλάτης, κωπ-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που διευθύνει τους τροχούς, δηλ. ο ηνίοχος, σε Σοφ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχηλάτης -ου, ὁ [τροχήλατος] wagenmenner.

Russian (Dvoretsky)

τροχηλάτης: ου (ᾰ) ὁ возница Soph., Eur., Sext.

Middle Liddell

τροχ-ηλά˘της, ου, ὁ, ἐλαύνω
one who guides wheels, i. e. a charioteer, Soph., Eur.