βαθυρρείτης

From LSJ
Revision as of 20:09, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθυρρείτης Medium diacritics: βαθυρρείτης Low diacritics: βαθυρρείτης Capitals: ΒΑΘΥΡΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: bathyrreítēs Transliteration B: bathyrreitēs Transliteration C: vathyrreitis Beta Code: baqurrei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥέω), A = βαθύρροος, Ep. gen. βαθυρρείταο Il.21.195, Hes.Th. 265.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ, (ῥέω) =βαθύρροος, Ἐπ. γεν. βαθυρρείταο Ἰλ. Φ. 195, Ἡσ. Θεογ. 265.

French (Bailly abrégé)

ου (épq. -αo);
adj. m.
au courant profond.
Étymologie: βαθύς, ῥέω.

English (Autenrieth)

ᾶο (ῥέω): deep-flowing, deep-streaming; Ὠκεανός, Il. 21.195†.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠρρείτης) -αο
que fluye por lo hondo del Océano Il.21.195, Hes.Th.265.

Greek Monolingual

βαθυρρείτης, ο (Α)
(για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < -ρεέτης < -ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)].

Greek Monotonic

βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ (ῥέω) = βαθύρροος, Επικ. γεν., βαθυρρείταο σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

βαθυρρείτης: ου adj. m Hom., Hes. = βαθύρροος.

Middle Liddell

[ῥέω] = βαθύρροος, Il., Hes.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθυρρείτης -ου βαθύς, ῥέω ep. gen. βαθυρρείταο, als adj. met diepe stroming.