αὐτοματισμός

From LSJ
Revision as of 20:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτομᾰτισμός Medium diacritics: αὐτοματισμός Low diacritics: αυτοματισμός Capitals: ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: automatismós Transliteration B: automatismos Transliteration C: aftomatismos Beta Code: au)tomatismo/s

English (LSJ)

ὁ, A that which happens of itself, chance, Hp.Acut. (Sp.) 57, Alcid.Soph. 25 (pl.), D.H.1.4, J.AJ10.11.7; κατ' αὐτοματισμόν Phleg.Mir.1.

German (Pape)

[Seite 399] ὁ, das freiwillige Thun; gew. was ohne menschliches Zuthun geschieht, Zufall, Hippocr., u. öfter Dion. Hal., καὶ τύχη C. V. 22; κατ' αὐτοματισμόν, wie ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου. Bei Alcidam. Soph. 677, 31 ist αὐτοματισμοί = αὐτοσχεδιασμοί

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοματισμός: ὁ, τὸ ἀφ’ ἐαυτοῦ συμβαῖνον, τύχη, Ἱππ. 406, Διον. Ἁλ. 1. 4.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
lo que acontece por sí mismo, azar en giros adv. de manera espontánea, espontáneamente sin prep. οὐκ ἐξ ἐπιτηδεύσεως ἀλλ' αὐτοματισμῷ no deliberada sino espontáneamente D.H.Comp.25.21, αὐτοματισμῷ τινι I.AI 10.280, c. prep. ὁ θεὸς ἐν αὐτοματισμῷ ἔχρησε Didyma 278.7 (imper.), δι' αὐτοματισμόν τινα D.H.1.4, κατὰ τὸν αὐτὸν ... αὐτοματισμὸν ἄνευ γνώμης D.H.Comp.25.18.

Greek Monolingual

αὐτοματισμός, ο αυτοματίζω
νεοελλ.
1. το να συντελείται κάτι αυτόματα, από μόνο του, μηχανικά
2. η εκτέλεση πράξεων κατά τον ίδιο, ομοιόμορφο τρόπο
αρχ.
αυτό που συμβαίνει από μόνο του, το τυχαίο.

Russian (Dvoretsky)

αὐτομᾰτισμός: ὁ самопроизвольность, случайность (τύχης Plut.).