βαρύκομπος

From LSJ
Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠκομπος Medium diacritics: βαρύκομπος Low diacritics: βαρύκομπος Capitals: ΒΑΡΥΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: barýkompos Transliteration B: barykompos Transliteration C: varykompos Beta Code: baru/kompos

English (LSJ)

ον, A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.

English (Slater)

βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)

Spanish (DGE)

(βᾰρύκομπος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de sordo rugido λέοντες Pi.P.5.57.

Greek Monolingual

βαρύκομπος, -ον (Α)
φρ. «βαρύκομπος λέων» — αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»].

Russian (Dvoretsky)

βαρύκομπος: глухо рычащий (λέοντες Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύκομπος -ον βαρύς, κόμπος luid brullend, van leeuwen. Pind.