γεωχαρής

From LSJ
Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωχᾰρής Medium diacritics: γεωχαρής Low diacritics: γεωχαρής Capitals: ΓΕΩΧΑΡΗΣ
Transliteration A: geōcharḗs Transliteration B: geōcharēs Transliteration C: geocharis Beta Code: gewxarh/s

English (LSJ)

ές, A fond of the earth, of creeping plants, Jul.Or.5.175d.

German (Pape)

[Seite 488] ές, sich der Erde freuend, Iulian., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

γεωχᾰρής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὴν γῆν, ἐπὶ χαμηλῶν ἑρπυζόντων φυτῶν, Ἰουλιαν. 175C.

Spanish (DGE)

-ές
que gusta de la tierra τῆς γογγυλίδος τὸ μὲν γ. Iul.Or.8.175d, τὸ τῶν συῶν ... γεωχαρές el gusto de los cerdos por revolcarse en la tierra Eust.551.1.

Greek Monolingual

-ές (AM γεωχαρής, -ές)
(για φυτά) εκείνος του οποίου οι βλαστοί αναπτύσσονται έρποντας πάνω στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + -χαρής (< χάρος) < χαίρω (πρβλ. επιχαρής, περιχαρής).