δειροτομέω

From LSJ
Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειροτομέω Medium diacritics: δειροτομέω Low diacritics: δειροτομέω Capitals: ΔΕΙΡΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: deirotoméō Transliteration B: deirotomeō Transliteration C: deirotomeo Beta Code: deirotome/w

English (LSJ)

fut. -ήσω, A cut the throat of a person, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, cf. 555, Od.22.349.

Greek (Liddell-Scott)

δειροτομέω: μέλλ. –ήσω, κόπτω τὸν λαιμόν τινος, ἀποκεφαλίζω, σὺ δ’ ἄμφω δειροτομήσεις Ἰλ. Φ. 89, πρβλ. 555, Ὀδ. Χ. 349.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. δειροτομήσω;
couper le cou, décapiter, acc..
Étymologie: δειρή, τέμνω.

English (Autenrieth)

(τέμνω): cut the throat, behead.

Spanish (DGE)

cortar el cuello, degollar, matar σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Il.21.89, ἀνάλκιδα δειροτομήσει Il.21.555, cf. Od.22.349, Nonn.D.37.48, δύω βόε δειροτομῆσαι h.Merc.405, cf. Il.23.174, τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησεν Zen.1.41, cf. Euctenius C.Par.19.3.

Greek Monotonic

δειροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), κόβω το λαιμό ενός ανθρώπου, αποκεφαλίζω, σὺδ' ἄμφω δειροτομήσεις, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

δειροτομέω: перерезывать шею, обезглавливать (τινα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειροτομέω [δέρη, τέμνω] iem. de hals doorsnijden, met acc.

Middle Liddell

τέμνω
to cut the throat of a person, behead, σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσεις Hom.