Χείρων

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χείρων Medium diacritics: Χείρων Low diacritics: Χείρων Capitals: ΧΕΙΡΩΝ
Transliteration A: Cheírōn Transliteration B: Cheirōn Transliteration C: CHeiron Beta Code: *xei/rwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, Aeol. Χέρρων Alc.Supp.8.9, Dor. and Thess. Χιρων [ῑ] IG12(3).360 (Thera), Supp.Epigr.1.248.6 (Thessaly, iv B.C.):— A Cheiron, one of the Centaurs, δικαιότατος Κενταίρων Il.11.832; son of Cronus and Philyra, Hes. Th.1001, etc.: teacher of Achilles, Il. l. c., 16.143, 19.390; of Asclepius and Jason, Pi.N.3.53; worshipped as the father of the Art of Medicine, Plu.2.647a: Χείρωνος ὑποθῆκαι, title of a poem ascribed to Hes., Quint.Inst.1.1.15, Sch. Pi.P.6.16. II Χείρωνος ῥίζα, = πάνακες τὸ Χειρώνειον (v. Χειρώνειος ΙΙ, Nic.Th.500.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
Chiron, centaure de Thessalie qui enseigna à Asclépios et à Achille l’art de guérir.
Étymologie:.

English (Autenrieth)

Chiron, the centaur, skilled in the arts of healing and prophecy, the instructor of Asclepius and Achilles, δικαιότατος Κενταύρων, Il. 11.832, Il. 4.219, Π 1, Il. 19.390.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και Χείρωνας Ν, και αιολ. τ. Χέρρων και θεσσαλ. τ. Χέρων, Α
μυθ. περιώνυμος κένταυρος, γιος του Κρόνου και της Φιλύρας, τον οποίο στη Θεσσαλία θεωρούσαν ως χθόνιο θεό, προστάτη της ιατρικής
νεοελλ.
αστρον. ο πιο απομακρυσμένος από τους γνωστούς αστεροειδείς, που ανακαλύφθηκε το 1977
αρχ.
φρ. α) «Χείρωνος ῥίζα» — το φυτό χειρώνειον (Νίκ.)
β) «Χείρωνος ὑποθῆκαι» — τίτλος διδακτικού ποιήματος, πιθανώς του Ησιόδου (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά μία άποψη < χείρ, χειρός. Ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chiron].

Greek Monotonic

Χείρων: -ωνος, Αιολ. Χέρρων, ὁ (χείρ), Χείρων, ένας από τους Κενταύρους, διάσημος χειρουργός (πρβλ. χειρουργός II), δάσκαλος του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Χείρων: ωνος ὁ Хирон (фессалийский кентавр, мудрый целитель, учитель Ахилла Hom., Асклепия и Ясона Pind.).

Middle Liddell

Χείρων, ωνος, ὁ, χείρ
Cheiron, one of the Centaurs, a famous chirurgeon (cf. χειρουργός II), teacher of Achilles, Il.