άλωση

From LSJ
Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

η (AM ἅλωσις)
εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή
νεοελλ.
(ειδικότερα) η Άλωση
η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
μσν.
(για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία
αρχ.
1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη
2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης
3. (ως νομικός όρος) καταδικαστική απόφαση, καταδίκη
4. φρ. «ἑάλων ἰσχυρὰν ἅλωσιν», έχω συλληφθεί και δεν μπορώ να διαφύγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἁλω- (πρβλ. αρχ. αόρ. ἑ-άλω-ν) του ρ. ἁλίσκομαι.