άλωση
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
η (AM ἅλωσις)
εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή
νεοελλ.
(ειδικότερα) η Άλωση
η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
μσν.
(για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία
αρχ.
1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη
2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης
3. (ως νομικός όρος) καταδικαστική απόφαση, καταδίκη
4. φρ. «ἑάλων ἰσχυρὰν ἅλωσιν», έχω συλληφθεί και δεν μπορώ να διαφύγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἁλω- (πρβλ. αρχ. αόρ. ἑ-άλω-ν) του ρ. ἁλίσκομαι.