ήττα

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα)
1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης
2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές»)
αρχ.
1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση της προσωπικότητας ή της βούλησης σε κάτι («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», Πλάτ.)
2. φρ. «ἧτταν προσίεμαι» — αφήνω να νικηθώ, δέχομαι να νικηθώ (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ηττώμαι].