άσμενος
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
ἄσμενος, -η, -ον (Α)
1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής
2. (με επιρρ. σημ.)
ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά
II. επίρρ. ἀσμένως
ευχαρίστως, με πολλή χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα -meno-, το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις μετοχές μέσης φωνής, πράγμα που οδήγησε στην υπόθεση ότι επρόκειτο αρχικά για μετοχή, αβέβαιης όμως προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. άσμενος προέρχεται από τ. Fάδ-σ-μενος (μετοχή αθεμάτου σιγματικού αορίστου, η οποία εξηγεί και το -σ του τ.) και ότι συνδέεται με τα ανδάνω, ήδομαι, με τα οποία έχει στενή σημασιολογική συγγένεια. Όμως η υπόθεση αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι δεν έχει μαρτυρηθεί το αρχικό F, καθώς και στην έλλειψη δασύτητας στον τ. (εκτός αν θεωρηθεί επικός ή ιωνικός, ο οποίος έχει υποστεί ψίλωση). Κατ' άλλους όμως ο τ. άσμενος συνδέεται με το ρ. νέομαι «έρχομαι, επανέρχομαι, επιστρέφω» και προέρχεται από ņs-s-menos με πρωταρχική σημασία «αυτός που έχει σωθεί, ο ασφαλής». Υποστηρίχτηκε τέλος ότι η λ. ανάγεται στη ρίζα as- «παχαίνω», η οποία κατά μία υπόθεση αποτελεί και τη ρίζα του τ. άση].