Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άσμενος

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

ἄσμενος, -η, -ον (Α)
1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής
2. (με επιρρ. σημ.)
ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά
II. επίρρ. ἀσμένως
ευχαρίστως, με πολλή χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα -meno-, το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις μετοχές μέσης φωνής, πράγμα που οδήγησε στην υπόθεση ότι επρόκειτο αρχικά για μετοχή, αβέβαιης όμως προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. άσμενος προέρχεται από τ. Fάδ-σ-μενος (μετοχή αθεμάτου σιγματικού αορίστου, η οποία εξηγεί και το -σ του τ.) και ότι συνδέεται με τα ανδάνω, ήδομαι, με τα οποία έχει στενή σημασιολογική συγγένεια. Όμως η υπόθεση αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι δεν έχει μαρτυρηθεί το αρχικό F, καθώς και στην έλλειψη δασύτητας στον τ. (εκτός αν θεωρηθεί επικός ή ιωνικός, ο οποίος έχει υποστεί ψίλωση). Κατ' άλλους όμως ο τ. άσμενος συνδέεται με το ρ. νέομαι «έρχομαι, επανέρχομαι, επιστρέφω» και προέρχεται από ņs-s-menos με πρωταρχική σημασία «αυτός που έχει σωθεί, ο ασφαλής». Υποστηρίχτηκε τέλος ότι η λ. ανάγεται στη ρίζα as- «παχαίνω», η οποία κατά μία υπόθεση αποτελεί και τη ρίζα του τ. άση].