αγλαόκωμος
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
Greek Monolingual
ἀγλαόκωμος, -ον (Α)
αυτός που λαμπρύνει τον κώμο, δηλαδή τη γιορτή, τη διασκέδαση, το γλέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κῶμος.