καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
η (Α ἀηδία)1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθειανεοελλ.ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρααρχ.1. δυσαρέσκεια2. μισητή, οχληρή παρουσία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδής.ΠΑΡ. αηδιάζω].