ακτινογραφία
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
Greek Monolingual
ή (Α ἀκτινογραφία)
νεοελλ.
1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση
2. η πλάκα επάνω στην οποία αποτυπώθηκε η φωτογραφική εικόνα με τις ακτίνες Χ
3. (για ανθρώπους) υπερβολικά αδύνατος, λεπτός
αρχ.
τίτλος πραγματείας του Δημοκρίτου για τις ακτίνες του φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτὶς (-ίνα) + -γραφία (< -γράφος < γράφω)
ο νεώτερος επιστημον. όρος ακτινογραφία αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. radio-graphie (< λατ. radius, «ακτίνα», + -graphie < ελλ. -γραφία < -γράφος < γράφω).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινογραφικός].