αμπέλι

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

το
1. τόπος φυτεμένος με κλήματα, συστάδα κλημάτων, αμπελώνας
2. το φυτό της αμπέλου, το κλήμα
3. οινοφόρος αμπελώνας
4. φρ. «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι», για κάποιον που πέθανε, χάθηκε άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀμπέλιν < αρχ. ἀμπέλιον υποκορ. του ἄμπελος.
ΠΑΡ. αμπελάκι, αμπελάς, αμπελήσιος, αμπελιά, αμπελιάτικα, αμπελώνας.
ΣΥΝΘ. Ως α΄ συνθ. αμπελάνθισμα, αμπελαξίνα, αμπελόβεργα, αμπελόβεργο, αμπελοβλάσταρο, αμπελόκηπος, αμπελοκλάδεμα, αμπελοκλαδευτήρι, αμπελοκλαδευτής, αμπελοκλάδι, αμπελόκλημα, αμπελοκόπι, αμπελοκούτσουρο, αμπελομάνα, αμπελομάχαιρο, αμπελοπρίονο, αμπελόριζα, αμπελόσκαμμα, αμπελοστάφυλο, αμπελότρυγος, αμπελοτρύπανο, αμπελοφάσουλο, αμπελοχώραφο
ως β' συνθ. αγριάμπελο, παλιάμπελο, σταφυλάμπελο, σταφιδάμπελο, κρασάμπελο κ.ά.].