διαγρηγορέω

From LSJ
Revision as of 00:18, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγρηγορέω Medium diacritics: διαγρηγορέω Low diacritics: διαγρηγορέω Capitals: ΔΙΑΓΡΗΓΟΡΕΩ
Transliteration A: diagrēgoréō Transliteration B: diagrēgoreō Transliteration C: diagrigoreo Beta Code: diagrhgore/w

English (LSJ)

A start into full wakefulness, Ev.Luc.9.32; keep awake, πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν καὶ δέει δ. Hdn.3.4.4.

Greek (Liddell-Scott)

διαγρηγορέω: διατελῶ ἔξυπνος, ἄγρυπνος, Ἡρωδιαν. 3. 4· ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγείρομαι, ἐξυπνῶ, Ν. Δ., Βυζ.

Spanish (DGE)

estar desvelado διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον se desvelaron y lo vieron (a Jesucristo transfigurado) Eu.Luc.9.32, πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν ... καὶ δέει διαγρηγορήσαντες Hdn.3.4.4, cf. Eus.M.23.892C, Nil.M.79.580D., Didym.in Zacch.1.274.

English (Strong)

from διά and γρηγορεύω; to waken thoroughly: be awake.

English (Thayer)

διαγρηγόρω: 1st aorist διεγρηγόρησα; to watch through, (Herodian, 3,4, 8 (4, Bekker edition) πάσης τῆς νυκτός ... διαγρηγορήσαντες, Niceph. Greg. Hist. Byz., p. 205f. and 571a.); to remain awake: βεβαρημένοι ὕπνῳ); (others (e. g., R. V. text) to be fully awake, cf. Niceph. as above, p. 205f. δόξαν ἀπεβαλομην ὥσπερ οἱ διαγρηγορήσαντες τά ἐν τοῖς ὑπνοῖς ὀνειρατα; Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 11 f).

Russian (Dvoretsky)

διαγρηγορέω: пробуждаться, просыпаться NT.

Chinese

原文音譯:diagrhgoršw 笛阿-格雷哥雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-喚醒 相當於: (מִשְׁמָר‎) (שָׁקַד‎)
字義溯源:徹底清醒,在清醒著,清醒;由(διά)*=通過)與(γρηγορέω)=保持醒覺)組成;而 (διαβλέπω)出自(ἐγείρω)*=醒)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 既清醒了(1) 路9:32