διασαφηνίζω
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
A make clear, X.Mem.3.1.11, Ap.1; τινὶ τὰ πεπραγμένα D.H.11.33, cf. Aët.13.15:—Pass., HeroBel.98.6:
German (Pape)
[Seite 601] dasselbe, Xen. Mem. 6, 1, 11 u. öfter; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασᾰφηνίζω: ποιῶ τι σαφές, διευκρινῶ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 11, Ἀπολ. 1.
French (Bailly abrégé)
c. διασαφέω.
Spanish (DGE)
1 mostrar claramente, poner de manifiesto, explicar ταῦτα X.Mem.3.1.11, cf. Ap.1, Ξενοφάνης ... οὐθὲν διεσαφήνισεν Arist.Metaph.986b22, τὸ νόημα Gr.Nyss.Mort.60.7, τὸ ὅραμα Sibyll.Tib.6, cf. Aët.13.13, Sch.Pi.O.13.105, en v. pas. Hero Bel.98.6
•c. interr. indir. ὅτου ἕνεκα τοὺς μὲν προτιμᾷ X.Lac.4.3.
2 informar, comunicar τῷ Οὐεργινίῳ τὰ πεπραγμένα D.H.11.33.
Greek Monolingual
βλ. διασαφώ.
Greek Monotonic
διασᾰφηνίζω: μέλ. -ίσω, καθιστώ κάτι αρκετά ξεκάθαρο, διευκρινίζω, επεξηγώ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διασᾰφηνίζω: Xen., Arst. = διασαφέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σαφηνίζω (helemaal) duidelijk maken, duidelijk laten zien.