διχορραγής
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι) A broken in twain, E.HF1008 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐχορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) εἰς δύο τεθραυσμένος, κίων Εὐρ. Η. Μ. 1009.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brisé en deux.
Étymologie: δίχα, ῥήγνυμι.
Spanish (DGE)
(δῐχορρᾰγής) -ές partido en dos (κίων) E.Herc.1008.
Greek Monolingual
διχορραγής, -ές (Α)
ο σπασμένος στα δύο.
Greek Monotonic
δῐχορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), σπασμένος, σκασμένος στα δύο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διχορρᾰγής: расколотый надвое (κίων Eur.).
Middle Liddell
adj ῥήγνυμι
broken in twain, Eur.