εἴσκειμαι

From LSJ
Revision as of 01:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσκειμαι Medium diacritics: εἴσκειμαι Low diacritics: είσκειμαι Capitals: ΕΙΣΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: eískeimai Transliteration B: eiskeimai Transliteration C: eiskeimai Beta Code: ei)/skeimai

English (LSJ)

used as Pass. of εἰστίθημι, A to be put on board ship, Th. 6.32.

German (Pape)

[Seite 743] hineingelegt sein, darin liegen, Her. 2, 73 Thuc. 6, 32.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσκειμαι: ὡς παθ. τοῦ εἰστίθημι, εἶμαι τιθειμένος ἐντός, ἔγκειμαι, ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. ἔγκειμαι Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2.

Greek Monolingual

εἴσκειμαι (AM)
μσν.
είμαι κοντά, πλησιάζω
αρχ.
είμαι τοποθετημένος μέσα.

Russian (Dvoretsky)

εἴσκειμαι: староатт. ἔσκειμαι досл. быть сложенным внутрь (о грузе), быть погруженным (ἐσέκειτο πάντα Thuc.).

Middle Liddell

as Pass. of εἰστίθημι
to be put on board ship, Thuc.