εὔγαμος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, A happily married, of persons, Heph.Astr.1.1, Paul.Al.N.4, Nonn.D.1.27; also εὐνή, ὕδωρ, Id.13.352, 20.144.
German (Pape)
[Seite 1059] glücklich verheirathet, Nonn., E. M.
Greek (Liddell-Scott)
εὔγᾰμος: -ον, εὐτυχῆ γάμον συνάψας, εὐτυχὴς ἐν τῷ γάμῳ, Νόνν. Δ. 1. 27. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὔγαμος· ἐπίθετον Ἀθηναίων».
Greek Monolingual
εὔγαμος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπο) ευτυχισμένος στον γάμο του, καλοπαντρεμένος
2. ευνοϊκός ή ευχάριστος σχετικά με τον γάμο (α. «εὔγαμος εὐνή» β. «εὔγαμον ὕδωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γάμος (< γάμος < γαμώ), πρβλ. απειρό-γαμος].