εὔγαμος

From LSJ
Revision as of 09:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγᾰμος Medium diacritics: εὔγαμος Low diacritics: εύγαμος Capitals: ΕΥΓΑΜΟΣ
Transliteration A: eúgamos Transliteration B: eugamos Transliteration C: eygamos Beta Code: eu)/gamos

English (LSJ)

ον, A happily married, of persons, Heph.Astr.1.1, Paul.Al.N.4, Nonn.D.1.27; also εὐνή, ὕδωρ, Id.13.352, 20.144.

German (Pape)

[Seite 1059] glücklich verheirathet, Nonn., E. M.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγᾰμος: -ον, εὐτυχῆ γάμον συνάψας, εὐτυχὴς ἐν τῷ γάμῳ, Νόνν. Δ. 1. 27. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὔγαμος· ἐπίθετον Ἀθηναίων».

Greek Monolingual

εὔγαμος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπο) ευτυχισμένος στον γάμο του, καλοπαντρεμένος
2. ευνοϊκός ή ευχάριστος σχετικά με τον γάμο (α. «εὔγαμος εὐνή» β. «εὔγαμον ὕδωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γάμος (< γάμος < γαμώ), πρβλ. απειρό-γαμος].