ζυγοστάτης

From LSJ
Revision as of 09:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγοστᾰτης Medium diacritics: ζυγοστάτης Low diacritics: ζυγοστάτης Capitals: ΖΥΓΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: zygostátēs Transliteration B: zygostatēs Transliteration C: zygostatis Beta Code: zugosta/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -ᾱς, ὁ, A public weigher, Cod.Just.10.73.2 (iv A.D.), Artem.2.37: metaph., ὀρθὸς ὢν ζ., of Zeus, Cerc.4.33.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, der Abwägende, Artemid. 2, 37 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοστάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἵστημι) ζυγιστής, δημόσιος ὑπάλληλος ἐπιβλέπων τὰ σταθμά, Ἀρτεμίδ. 2. 37, Βασιλικ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé aux poids et balances.
Étymologie: ζυγόν, ἵστημι.

Greek Monolingual

ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας)
ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος
αρχ.
μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -στατης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, παρα-στάτης].

Greek Monotonic

ζῠγοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), δημόσιος αξιωματούχος που επέβλεπε τα σταθμά, ζυγιστής.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοστάτης: ου (ᾰ) ὁ наблюдающий за весами, весовщик Sext.

Middle Liddell

ζῠγο-στά˘της, ου, ἵστημι
a public officer, who looked to the weights.