καινοπήμων

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπήμων Medium diacritics: καινοπήμων Low diacritics: καινοπήμων Capitals: ΚΑΙΝΟΠΗΜΩΝ
Transliteration A: kainopḗmōn Transliteration B: kainopēmōn Transliteration C: kainopimon Beta Code: kainoph/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, A new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1294] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπήμων: -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.
Étymologie: καινός, πῆμα.

Greek Monolingual

καινοπήμων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο-πήμων, βαρυ-πήμων.

Greek Monotonic

καινοπήμων: -ον (πῆμα), καινούριος στα βάσανα, νέος στη δυστυχία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καινοπήμων: 2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе (δμωϊδες Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοπήμων -ον [καινός, πῆμα] die nieuw leed ondergaat.

Middle Liddell

πῆμα
new to misery, Aesch.