κατάρραφος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ον, A sewn together, patched, Luc.Ep.Sat.28.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρρᾰφος: -ον, κατερραμένος, συνερραμένος, ἐμβαλωμένος, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recousu, raccommodé.
Étymologie: καταρράπτω.
Greek Monolingual
κατάρραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές ραφές ή πολλά μπαλώματα («ὁλόχρυσον μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ ἔνδον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρραφος < (ραφή), πρβλ. πολύ-ρραφος, υπό-ρραφος].
Greek Monotonic
κατάρρᾰφος: -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρραφος -ον [καταρράπτω] opgelapt.
Russian (Dvoretsky)
κατάρρᾰφος: зашитый или заплатанный (sc. ἐσθής) Luc.
Middle Liddell
κατάρρᾰφος, ον
sewn together, patched, Luc.