καταναγιγνώσκω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A read through, πᾶσαν τὴν ἱστορίαν Ath.13.610d.
German (Pape)
[Seite 1364] (s. γιγνώσκω), durchlesen, Ath. XIII, 610 d.
Greek Monolingual
καταναγιγνώσκω (Α)
διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος («κατανέγνων γὰρ αὐτοῦ πᾱσαν τὴν ἱστορίαν», Αθἡν.).