κεγχρίνης

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρίνης Medium diacritics: κεγχρίνης Low diacritics: κεγχρίνης Capitals: ΚΕΓΧΡΙΝΗΣ
Transliteration A: kenchrínēs Transliteration B: kenchrinēs Transliteration C: kegchrinis Beta Code: kegxri/nhs

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, is another species in Philum.Ven. 26.1, Nic.Th.463, Lyc.912, Paul.Aeg.5.18. III in Poll.1.248, κεγχριδίας and κεγχρίας are f.ll. for καχρυδίας.
κεγχρ-ίνης, ὁ, A v. κεγχρίας ΙΙ. II a bird, Suid.

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, dasselbe; Nic. Th. 463; Lycophr. 912.

Greek Monolingual

κεγχρίνης, ὁ (Α)
φίδι που έχει στο δέρμα εξογκώματα όμοια με κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, -ο + επίθημα -ίνης (πρβλ. ελαφ-ίνης, μοσχ-ίνης)].